αποχαυνώνω

αποχαυνώνω
[-ώ (ο)] μετ. одурять, одурманивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποχαυνώνω" в других словарях:

  • αποχαυνώνω — αποχαυνώνω, αποχαύνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχαυνώνω — (Μ ἀποχαυνῶ, όω) καθιστώ κάποιον χαύνο, άτονο, αποναρκώνω …   Dictionary of Greek

  • αποχαυνώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάποιον χαύνο, άτονο, παραλύω τις διανοητικές του δυνάμεις: Τα ξενύχτια κι οι ασωτείες τον είχαν αποχαυνώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • απομωρώνω — (Μ ἀπομωρώνω) 1. κάνω κάποιον μωρό, αποχαυνώνω 2. αποκοιμίζω, ξεγελώ …   Dictionary of Greek

  • εκμαλθακώ — ἐκμαλθακῶ ( όω) (Α) κάνω κάποιον μαλθακό, αποχαυνώνω …   Dictionary of Greek

  • εκχαυνώνω — (Α ἐκχαυνῶ, όω) 1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω 2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • καταρραθυμώ — καταρραθυμῶ, έω (Α) 1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.) 2. παραμελώ κάτι 3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.) 4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ναρκώνω — (Α ναρκῶ, όω) [νάρκη] επιφέρω νάρκη, προκαλώ αναισθησία, αναισθητοποιώ νεοελλ. 1. προκαλώ τάση για ύπνο, για λήθαργο 2. μτφ. προξενώ αποχαύνωση, αποχαυνώνω …   Dictionary of Greek

  • αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαυνώνω — χαύνωσα, χαυνώθηκα, χαυνωμένος 1. κάνω κάποιον χαύνο, αποχαυνώνω. 2. πέφτω σε αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»